- λυθρόφυρτος
- λυθρόφυρτος, -ον (Μ)γεμάτος αίματα, ανάμικτος με λύθρο («δόρατα λυθρόφυρτα», Κ. Μανασσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λύθρος «ακάθαρτο αίμα» + -φυρτος (< φύρω «βρέχω, μιαίνω»), πρβλ. αιμό-φυρτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.